Πάμπλουτοι σε φτώχεια…
![]() |
Εκλεισα για να μην ακούω πόσο θα τρέχουμε τώρα ελεύθεροι σαν υβριδιακά ελαφάκια στο οικολογικό πάρκο της μοδέρνας κερδοσκοπίας με περασμένους χαλκάδες στα τέσσερα πόδια μας, βάρους ενός τόνου σίδερο αλαφρυμένους κατά μερικά κιλά.
Εκλεισα και τη λογική μου γιατί μέρες που είναι θυμάμαι τις αφηγήσεις των πεθαμένων μου γονιών για το μεγάλο πόλεμο. Βομβαρδισμοί, στρατόπεδο συγκέντρωσης… και στα δέκα χρόνια μετά να γεννιέμαι εγώ στο πλυσταριό, πάνω απ’ το μπακάλικο του Ματαράγκα στο Κουκάκι.
Ρυτιδιάζουν κι ανάμεσα στα φρύδια τους σχηματίζεται η ιδέα του αγκυλωτού, η αυτοπεποίθηση της ανώτερης τάξης των ληστών, των τοκιστών και σουλατσαδόρων της εξουσίας. Οχι απλώς επειδή κυριαρχεί η Γερμανία στην ΕΕ, αλλά επειδή τη βαθιά ναζιστική της εκδοχή την έχουν μέσα τους ως κίνητρο ζωής και επιβίωσης.
Με κλειστά μάτια κι αυτιά ακούω τη βουβή οργή και την ανέλεγκτη αδιέξοδη ντροπή της Κατερίνας και του Μπάμπη που είναι κι οι δυο άνεργοι δυο χρόνια τώρα, χωρίς πια επίδομα ανεργίας, με δυο κορίτσια στο Δημοτικό. Ο ύπνος τους ο λιγοστός μυρίζει πυρκαγιά.
Αισθάνομαι τις δέκα μανάδες που κάθε μέρα ζητιανεύουν «μια δουλειά για το παιδί» που έφτασε τα είκοσι εφτά κι έχει ήδη νταραβέρια με γιατρούς για την κατάθλιψη.
Μοιράζομαι και μυρίζομαι εκείνη την παραίτηση – οιμωγή του γέρου που στη μοναξιά του, με ευνουχισμένη την ψωροσύνταξη, μου ψιθύρισε: «εγώ ας πεθάνω, κοντά είμαι. Εσείς να δείτε τι θα κάνετε»…
Δε μιλάω για τα παιδιά. Τα μικρά, τα νηστικά και τους εφήβους με την πίκρα σαν υποχρεωτική τσίχλα. Δε μιλάω. Γιατί όποιος μιλήσει πρέπει να κρατάει και όπλα φονικά του οχτρού κι η ώρα δεν έφτασε ακόμα για πολλούς κι αμέτρητους μουγκούς, μα αποφασισμένους…
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ