ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ: Ελλιπής και ακριβή η Παιδεία στην Ελλάδα
Ελλιπής υποδομών αλλά ωστόσο ακριβή είναι η εκπαίδευση στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης και Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ που συντάχθηκε με βάση δημοσιοποιημένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της επιστημονικής ομάδας που επεξεργάστηκε τα στοιχεία, το εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από βαθιές ανισότητες, ενώ παρουσιάζεται αδύναμο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Επιπλέον εμφανίζει ανεπάρκεια ως προς το διδακτικό προσωπικό αλλά και αναποτελεσματικότητα ως προς τη διοίκησή του. Τα πράγματα δεν δείχνουν να βελτιώνονται καθώς οι ρυθμοί μεταβολής των δεικτών της εκπαίδευσης από έτος σε έτος είναι πολύ μικροί. Σημειώνεται πάντως πως οι πόροι για την ανάπτυξη του συστήματος είναι μηδαμινοί.
«Οι κατευθυντήριες γραμμές του συστήματος μοιάζουν υπολείμματα προγενέστερων μεταλλάξεων του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο νομοθετικό πλαίσιο της εκπαίδευσης μπορούν να βρεθούν διατάξεις που ανάγονται προ του β΄ παγκοσμίου πολέμου και άλλες που απεικονίζουν ακόμη τη μεταρρύθμιση Παπανούτσου» τόνισε κατά την παρουσίαση της έκθεσης ο επιστημονικός σύμβουλος του ΚΑΝΕΠ Νίκος Παΐζης.
Όπως αναφέρει η έρευνα, το 2009, το 14,5% των μαθητών άφησε το σχολείο πριν ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση. Την ίδια ώρα ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι περίπου 14,4% ενώ ευρωπαϊκό στόχο αποτελεί το 10%. Την ίδια χρόνια το 82,2% των μαθητών ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση με ευρωπαϊκό στόχο για το 2010 το 85%, ενώ το ποσοστό των ατόμων από 30 έως 34 χρόνων που έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι 25,5% με ευρωπαϊκό στόχο έως το 2020 το 40%. Αναφορικά με τους αλλοδαπούς μαθητές, μείωση της τάξης του 28,7% παρουσίασε το ποσοστό τους στα δημοτικά (από 8,9% το 2006 σε 6,3% το 2008) ενώ στις υπόλοιπες βαθμίδες το ποσοστό στην κατηγορία αυξήθηκε.
Το εκπαιδευτικό σύστημα χρηματοδοτείται από το ελληνικό δημόσιο σε ποσοστό 52% – από αυτά το 90,6% προέρχεται από τον τακτικό προϋπολογισμό, σε ποσοστό 12,5% από τα ευρωπαϊκά προγράμματα και κατά ποσοστό 35,5% από τα νοικοκυριά τα οποία ξοδεύουν περίπου 5 δις ευρώ για την εκπαίδευση. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση απορροφά περισσότερο από το 50% αυτού του ποσού. Ωστόσο, αν στις κρατικές δαπάνες του δημοσίου προστεθούν κι αυτές των νοικοκυριών το ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανάται για την εκπαίδευση στην Ελλάδα φτάνει μόλις το 6,5%.
Ως προς τις ανισότητες, Σάμος, Ζάκυνθος και Καστοριά έχουν μηδέν υποδομές στα σχολεία τους (γυμναστήρια, εργαστήρια, αίθουσες υπολογιστών). Ο νομός Δράμας εμφανίζει τη μεγαλύτερη διαρροή μαθητών πανελλαδικά (25%).
Τέλος αναφορικά με τις επιδόσεις, οι μαθητές που παρουσιάζουν χαμηλές επιδόσεις είναι περίπου 178.000, περίπου δυο φορές περισσότεροι από τους μαθητές που εισάγονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τις χαμηλότερες επιδόσεις παρουσιάζουν ο νομός Κέρκυρας, η Δυτική Αττική και ο νομός Ζακύνθου, ενώ τις υψηλότερες εμφανίζουν οι νομοί Τρικάλων, Καρδίτσας και Λαρίσης, η Αρκαδία, οι νομοί Καστοριάς και Κοζάνης από την Δυτική Μακεδονία και το Βόρειο Αιγαίο.